hold back



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hold [sb] back vtr phrasal sep (restrain [sb] physically) (μεταφορικά)κρατάω, συγκρατάω ρ μ
Σχόλιο: κρατώ, συγκρατώ
 The boys started fighting so teachers came to hold them back.
 Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν.
hold [sth] back vtr phrasal sep (restrain, keep under control)συγκρατώ ρ μ
  (μεταφορικά)πνίγω ρ μ
 He held back his anger until the children had gone to bed.
 She had had such a bad day, she couldn't hold back the tears any longer.
 Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι να πάνε για ύπνο τα παιδιά. // Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της.
hold [sb] back vtr phrasal sep figurative (hinder [sb]'s progress)παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω ρ μ
 She wants to be an actress but a lack of talent is holding her back.
 Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει).
hold [sth] back vtr phrasal sep figurative (not divulge [sth])δεν λέω όλη την αλήθεια έκφρ
  κρύβω ρ μ
 She said she had told him all about her previous marriage, but he suspected she was holding something back.
 Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια.
hold [sth] back vtr phrasal sep (withhold, not give [sth])συγκρατώ, παρακρατώ ρ μ
 He didn't give me all the money today, he's holding back half of it till the work is finished.
 Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά.
hold back vi phrasal figurative (repress feelings)είμαι συγκρατημένος ρ έκφρ
  είμαι εσωστρεφής ρ έκφρ
  (καθομιλουμένη)είμαι κλειστός, είμαι κλειστός τύπος ρ έκφρ
 She is always holding back, afraid to share her true feelings.
 Είναι πάντα συγκρατημένη και φοβάται να μοιραστεί τα πραγματικά της αισθήματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
not hold back v expr informal (express feelings freely)δεν συγκρατούμαι έκφρ
  εκφράζομαι ελεύθερα ρ αμ + επίρ
not hold back v expr (not restrain oneself)δεν συγκρατούμαι έκφρ
 In self-defense, one should not hold back.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hold back' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hold back στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hold back».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!