| Κύριες μεταφράσεις |
| hold [sb] back vtr phrasal sep | (restrain [sb] physically) (μεταφορικά) | κρατάω, συγκρατάω ρ μ |
| Σχόλιο: κρατώ, συγκρατώ |
| | The boys started fighting so teachers came to hold them back. |
| | Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν. |
| hold [sth] back vtr phrasal sep | (restrain, keep under control) | συγκρατώ ρ μ |
| | (μεταφορικά) | πνίγω ρ μ |
| | He held back his anger until the children had gone to bed. |
| | She had had such a bad day, she couldn't hold back the tears any longer. |
| | Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι να πάνε για ύπνο τα παιδιά. // Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της. |
| hold [sb] back vtr phrasal sep | figurative (hinder [sb]'s progress) | παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω ρ μ |
| | She wants to be an actress but a lack of talent is holding her back. |
| | Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει). |
| hold [sth] back vtr phrasal sep | figurative (not divulge [sth]) | δεν λέω όλη την αλήθεια έκφρ |
| | | κρύβω ρ μ |
| | She said she had told him all about her previous marriage, but he suspected she was holding something back. |
| | Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια. |
| hold [sth] back vtr phrasal sep | (withhold, not give [sth]) | συγκρατώ, παρακρατώ ρ μ |
| | He didn't give me all the money today, he's holding back half of it till the work is finished. |
| | Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά. |
| hold back vi phrasal | figurative (repress feelings) | είμαι συγκρατημένος ρ έκφρ |
| | | είμαι εσωστρεφής ρ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | είμαι κλειστός, είμαι κλειστός τύπος ρ έκφρ |
| | She is always holding back, afraid to share her true feelings. |
| | Είναι πάντα συγκρατημένη και φοβάται να μοιραστεί τα πραγματικά της αισθήματα. |